ἀνθικῶν

ἀνθικῶν
ἀνθικός
flowering
fem gen pl
ἀνθικός
flowering
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… …   Dictionary of Greek

  • στροφισμός — ο, Ν βοτ. ιδιαίτερος τροπισμός ορισμένων φυτικών ειδών, αποτέλεσμα τού οποίου είναι μια ραχιαιο κοιλιακή αναστροφή τών φύλλων ή τών ανθικών ποδών …   Dictionary of Greek

  • υπόγυνος — η, ο, Ν 1. το ουδ. ως ουσ. το υπόγυνο το μέρος τού άνθους κάτω από την ωοθήκη 2. φρ. «υπόγυνο άνθος» βοτ. η αντιπροσωπευτικότερη μορφή διάταξης τών μερών τού άνθους, κατά την οποία οι σπόνδυλοι τών ανθικών τμημάτων, δηλαδή τα σέπαλα, τα πέταλα,… …   Dictionary of Greek

  • χώριση — η / χώρισις, ίσεως, ΝΑ [χωρίζω] χωρισμός νεοελλ. βοτ. η διακλάδωση τών ανθικών οργάνων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”